- μοχθοῦ
- μοχθέωto be wearypres imperat mp 2nd sg (attic)μοχθόωwearypres imperat mp 2nd sgμοχθόωwearyimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μόχθου — μόχθος toil masc gen sg μοχθόω weary pres imperat act 2nd sg μοχθόω weary imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ROTAE Molendinorum aquariae — quarum hodieque multus usus in Aquaem ulinis et ὑδραλέταις; memorantur Ael. lampridio, in Vita Heliogabali, c. 24. parasitos ad rotam aquariam ligabat et cum vertigine sub aquas mittebat, rursusque in summum revolvebat: eosque Ixionios amicos… … Hofmann J. Lexicon universale
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
επίμοχθος — η, ο (AM ἐπίμοχθος, ον) [μόχθος] (για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά 2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει … Dictionary of Greek
επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ … Dictionary of Greek
μεροδούλι — το 1. ημερήσια εργασία 2. η αμοιβή για την ημερήσια εργασία, μεροκάματο, ημερομίσθιο 3.φρ. «μεροδούλι μεροφάι» λέγεται για μικρή αμοιβή καθημερινού μόχθου, η οποία μόλις επαρκεί για τις ανάγκες μιας ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + δούλι (<… … Dictionary of Greek
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek
σκυλμός — ὁ, Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκύλλω, σπαραγμός, κατασπάραξη, ξέσχισμα 2. ερεθισμός, παροξυσμός 3. βασανισμός, ταλαιπωρία («μετὰ ὕβρεως καὶ σκυλμῶν ἀποστεῑλαι πρὸς ἡμᾱς ἐν δεσμοῑς σιδηροῑς... κατακεκλεισμένους», ΠΔ) 4. καταβολή μόχθου … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek